ζηλοδοτήρ

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

German (Pape)

[Seite 1138] ῆρος, ὁ, heißt Dionysus, Anth. IX, 524, 7, der Leidenschaft od. edles Streben erweckt.

Greek (Liddell-Scott)

ζηλοδοτήρ: -ῆρος, ὁ, πάροχος εὐδαιμονίας, μακαριότητος, κατ’ ἄλλους, ὁ ἐμβάλλων εὐγενῆ ὁρμήν, Διόνυσος Ἀνθ. Π. 9. 524, 7.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui procure des biens enviables (Bacchus).
Étymologie: ζῆλος, δοτήρ.