εὐεμής
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
English (LSJ)
v. εὐέμετος.
German (Pape)
[Seite 1064] ές, sich leicht erbrechend, Hippocr. S. εὐημής.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεμής: -ές, (ἐμέω) εὐκόλως κινούμενος εἰς ἔμετον, Ἱππ. 645. 35· ἵνα εὐεμὲς ᾖ (οὕτως ὁ Κῶδ. rb.), ἵνα εὔκολος ᾖ ὁ ἔμετος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 10, 2. - Τύπος τις εὐημὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἱππ. Ἀφ. 1249Β, πρβλ. Λοβ. ἐν Φρυν. 706. - Ἴδε Γραμματικὰ Κόντου ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 551 ἐν λ. εὐεμής, δυσεμής.