τυρόγαλα
From LSJ
German (Pape)
[Seite 1164] τό, erkl. Hesych. ὀῤῥός.
Greek (Liddell-Scott)
τῡρόγαλα: τό, ὀρός, δηλ. τὸ ὑδατῶδες μέρος γάλακτος, Ideler Phys. 2. 259, 261· τυρόγαλον Μοσχόπουλος σ. 101 ἐν λέξ. ὀρ(ρ)ός.
Greek Monolingual
-ογάλακτος, το, ΝΜ, και τυρόγαλο Ν
παραπροϊόν της τυροκομίας, ωχροκίτρινο θολερό υγρό που απομένει μετά από την πήξη του γάλακτος και την αποστράγγιση του τυροπήγματος, αλλ. ορός γάλακτος ή κν. σίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + γάλα.