ἱππευτήρ
From LSJ
Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,= sq.,
A πῶλος, ἱ. πεδίων, οὐχ ἁλός AP9.295 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 1258] ῆρος, ὁ, der Reiter, Bian. 11 (IX, 295).
Greek (Liddell-Scott)
ἱππευτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πῶλον, τῶν πεδίων, ἀλλ’ οὐχ ἁλὸς ἱππευτῆρα Ἀνθ. Π. 9. 295.
Greek Monolingual
ἱππευτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) ιππεύω
μτγν. και ποιητ. τ. αντί ιππευτής.