δεκάμετρος

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάμετρος Medium diacritics: δεκάμετρος Low diacritics: δεκάμετρος Capitals: ΔΕΚΑΜΕΤΡΟΣ
Transliteration A: dekámetros Transliteration B: dekametros Transliteration C: dekametros Beta Code: deka/metros

English (LSJ)

   A of ten metrical units: Subst. -μετρον (sc. κῶλον), τό, decameter, Sch.Ar.Eq.496, etc.

German (Pape)

[Seite 542] zehnfüßig, Vers, Schol. Ar. Equ. 496.

Greek (Liddell-Scott)

δεκάμετρος: -ον, ὁ ἐκ δέκα μέτρων συγκείμενος, Σχόλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 496, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δεκάμετρος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει μήκος δέκα μέτρων («δεκάμετρη ταινία» — μετρικό όργανο του γεωμέτρη)
2. το ουδ. ως ουσ. το δεκάμετρο
μονάδα μήκους που περιέχει δέκα μέτρα
αρχ.
έμμετρο απόσπασμα που αποτελείται από δέκα μετρικές μονάδες («περίοδον... πεντάμετρον»).