Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
Full diacritics: δυσπρεπής | Medium diacritics: δυσπρεπής | Low diacritics: δυσπρεπής | Capitals: ΔΥΣΠΡΕΠΗΣ |
Transliteration A: dysprepḗs | Transliteration B: dysprepēs | Transliteration C: dysprepis | Beta Code: duspreph/s |
ές,
A base, undignified, E.Hel.300.
[Seite 688] ές, unschicklich, Eur. Hel. 307.
δυσπρεπής: -ές, ἀπρεπής, ἀναξιοπρεπής, Εὐρ. Ἑλ. 300.
ής, ές :
indécent, inconvenant.
Étymologie: δυσ-, πρέπω.