κυματηδόν

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτηδόν Medium diacritics: κυματηδόν Low diacritics: κυματηδόν Capitals: ΚΥΜΑΤΗΔΟΝ
Transliteration A: kymatēdón Transliteration B: kymatēdon Transliteration C: kymatidon Beta Code: kumathdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A like a wave, Lyd.Ost.53.

German (Pape)

[Seite 1530] nach Art der Wellen, Io. Lyd.

Greek (Liddell-Scott)

κυμᾰτηδόν: Ἐπίρρ., ὡς κῦμα, Ἰω. Λυδ. π. Διοσημ. § 54.

Greek Monolingual

κυματηδόν (Μ)
όπως τα κύματα, σαν κύμα, κυματοειδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν, δηλωτική του τρόπου, κατά το πρηνη-δόν (πρβλ. σωρη-δόν, βαθμη-δόν)].