ἀμφίλοξος
From LSJ
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
English (LSJ)
ον,
A slanting both ways, ἀμφίλοξα μαντεύεσθαι utter ambiguous oracles, Ps.-Luc.Philopatr.5, cf. 16.
German (Pape)
[Seite 140] (von allen Seiten schief). -λοξα μαντεύεσθαι, sehr dunkle Orakel geben, Luc. Philops. 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίλοξος: -ον, κλίνων κατ’ ἀμφότερα τὰ μέρη, ἀμφίλοξα μαντεύεσθαι, ὁλωσδιόλου σκοτεινῶς, Ψευδολουκ. Φιλόπατρ. 5.