ἀπρόσψαυστος
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ον,
A not to be touched, Hdn.Epim.57.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόσψαυστος: -ον, ὅστις δὲν ἔχει μέρος νὰ «πιασθῇ» τις, καὶ τῷ μὲν λείῳ εἶχε [ὁ παγετὸς] τὸ ὀλισθηρὸν καὶ ἀπρόσψαυστον Εὐστ. Πονημάτ. 310. 64.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no se puede tocar ὁ ἀ. el intocable Hdn.Epim.57, glos. a οὐχ ὁμιλητόν Sch.A.Th.1891, τὸ ἀ. Eust.Op.310.64.
2 adv. -ως sin tocar περινοστεῖν Rh.1.640.