Γηρυόνης
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ου, ὁ, (γηρύω) the three-bodied Giant Geryon, Pi.I.1.13, etc.: Γηρῠονεύς, έως, Ep. ῆος, Hes.Th.287: Γηρῠών, όνος, A. Ag.870:—hence Γηρῠονίς or γηροτροφ-ηΐς, ίδος, ἡ,
A a poem on Geryon by Stesichorus, Ath.11.499e, Paus.8.3.2.
Greek (Liddell-Scott)
Γηρυόνης: -ου, ὁ, (γηρύω, ὁ φωνάζων, κράζων) ὁ τριπλοῦν σῶμα ἔχων γίγας, Πίνδ. Ι. 1. 13, κτλ.· ὡσαύτως Γηρυονεύς, έως, Ἐπ. -ῆος Ἡσ. Θ. 287· Γηρυών, όνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 870·- ἐντεῦθεν Γηρυονὶς ἢ -ηΐς, ίδος, ἡ, ποίημα τοῦ Στησιχόρου εἰς τὸν Γηρυόνην ἀναφερόμενον, Ἀθήν. 499Ε, Παυσ. 8. 3, 2.
French (Bailly abrégé)
ου, ion. εω (ὁ) :
c. Γηρυών.