ἐριστής
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
οῦ, ὁ
A, (ἐρίζω) wrangler, LXX Ps.138(139).20 (pl., v.l.).
German (Pape)
[Seite 1031] ὁ, Streiter, Zänker, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐριστής: -οῦ, ό, (ἐρίζω) ὁ ἀγαπῶν νὰ ἐρίζῃ, φιλόνεικος, Ἀκύλας ἐν Ἰεζεκ. ΜΔ΄, 6.
Greek Monolingual
ἐριστής, ὁ (Α) ερίζω
αυτός που αγαπά τις λογομαχίες, ο εριστικός, ο φιλόνεικος.