σφάκος
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ,
A sage-apple, Salvia calycina, Cratin.325, Eup.14.3, Ar. Th.486, Thphr.HP6.1.4. II a kind of lichen or tree-moss, found on oaks, Plin.HN24.27; also written sphagnos, ibid. and 12.108; found on rocks, Hsch. s.v. βρύα (where σκάφος cod.); φάσκον in Thphr.HP3.8.6; φάσκος in Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σφάκος: ὁ, ἐλελίσφακος, κοινῶς «φασκομηλιά», Λατ. salvia, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 135· σφάκον εὐώδη Εὔπολ. ἐν «Αἰξὶ» 1, Ἀριστοφάν. Θεσμ. 486· νῦν δὲ καλεῖται ἐν Ἑλλάδι ἐλελισφακιά, ὅρα Schneid. Ind. Theophr., πρβλ. ἐλελίσφακος, φασκομηλία, σφάγνος. ΙΙ. εἶδος λειχῆνος φυομένου ἐπὶ δρυῶν, Πλίν. 24. 17· φέρεται καὶ sphagnos, αὐτόθι καὶ 12. 50· φάσκον παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 8, 6· φάσκος παρ’ Ἡσυχ. ἐν λέξ. σφάκος ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
sauge, plante.
Étymologie: DELG pas d’étym.