ἀδιάγλυπτος
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
ον,
A not to be cut through, AB344.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάγλυπτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ κόψῃ διὰ μέσου, «ἣν οὐκ ἔστι διαγλύψαι καὶ διελθεῖν», Α. Β. 344.
Spanish (DGE)
-ον
infranqueable, inevitable εἰλήμμεθα λαβὴν ἄφυκτον, ἀδιάγλυπτον Nicoch.21, cf. Phot.α 356.