πεντάγωνος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
ον,
A pentagonal, Arist.Fr.310 ; ἀριθμός, βάσις, Nicom. Ar.2.10,13 : πεντάγωνον, τό, pentagon, Plu.2.1003d, Gal.5.67.
German (Pape)
[Seite 555] fünfeckig; Ath. VII, 294 d; Plut. u. Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
πεντάγωνος: -ον, ὁ ἐκ πέντε γωνιῶν συγκείμενος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 293· πεντάγωνον, τό, σχῆμα ἔχον πέντε γωνίας, Πλούτ. 2. 1003D· ― πεντᾰγωνικός, ή, όν, Νικομ. Ἀριθμ. σ. 120.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a cinq angles ; τὸ πεντάγωνον PLUT le pentagone, figure de géométrie.
Étymologie: πέντε, γωνία.