ἀνελλιπής
English (LSJ)
ές,
A unfailing, unceasing, ἀ. παρασχεῖν τὴν ἀγοράν SIG 799.17 (Cyzicus), cf. Ael.VH1.33; of rivers, Poll.3.103. Adv. -πῶς Plu.2.495c, S.E.M.8.439, CIG(add.)2775b (Aphrodisias). II not lacking, τινός OGI194: abs., lacking nothing, Plot.5.8.7. Adv. = ἀπερίττως, σημαίνειν mean exactly, Alex.Aphr.in Top.43.3.—Also spelt ἀνελλειπής Eutoc.in Archim.3.114.16 H., Ammon. in APr.32.22.
German (Pape)
[Seite 222] ές, nicht ermangelnd, Sp.; stets fortgehend, Ael. V. H. 1, 33. – Adv., Apoll. pron. 261 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνελλῐπής: -ές, ὁ μὴ λείπων, συνεχής, ἀδιάκοπος, τῆς σπουδῆς τῆς ἀνελλιποῦς Αἰλ. Π. Ἱ. 1. 33· ἐπὶ ποταμῶν, Πολυδ. 3. 103: ― Ἐπίρρ. -πῶς Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 439, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 2775b. ΙΙ. ὁ μὴ στερούμενος, τινὸς αὐτόθι 4717. 12.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
incessant, continuel.
Étymologie: ἀ. ἐλλείπω.