γαληναίος
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
γαληναίος: -α, -ον, =γαληνός, Ἀνθ. Π. 10. 21, κτλ.― Ἐπίρρ. –ως Σχόλ. εἰς Ὀδ. Η. 319.
γαληναῑος, -α και -η, -ον (Α)
ο γαληνός.