γεωμετρικός
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for geometry, geometrical, ἀριθμός Pl.R.546c, etc.; ἰσότης Id.Grg.508a; ἀναλογία Arist.EN1131b13; μεσότης Theo Sm.p.106 H., etc. (cf. γαμετρικός) ; ἁρμονία Nicom.Ar.2.26; θεωρήματα Plu.2.720a (Sup.); γεωμετρική (sc. τέχνη), geometry, Pl.Grg.450d, Nicom.Com.1.18; τὰ -κά title of work on geometry, Democr.11n, cf. Arist.APo.79a9. Adv. -κῶς by a rigidly deductive proof, Procl.in Prm.p.897 S., Id.in Ti.1.345 D.: γ. refellere, prove wrong to demonstration, Cic.Att.12.5.3. II skilled in geometry, Pl.R.511d, Plu.2.579b, Arist.Pol. 1282a9; γ. Βριάρεως, of Archimedes, Id.Marc.17: Comp. -ώτερος Ph.1.621. Adv. -κῶς Arist.Top.161a35, Str.2.1.41, Plu.2.643c.
German (Pape)
[Seite 488] ή, όν, zum Land-, Feldmessen gehörig; ἡ γ., sc. τέχνη, Geometrie, Feldmeßkunst, Plat. Gorg. 450 d u. öfter; ὁ γ., der in der Geometrie erfahren ist, Theaet. 145 a u. öfter; auch Sp., wie Plut. Marcell. 17; γεωμετρικώτατον θεώρημα Symp. 8, 2, 4. – Adv., auf geometrische Art, Cic. Att. 12, 5.
Greek (Liddell-Scott)
γεωμετρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὴν γεωμετρίαν, Πλάτ. Πολ. 546C, κτλ.· γεωμετρικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ γεωμετρία, ὁ αὐτ. Γοργ. 450D· τὰ γεωμετρικά, ἀντικείμενα ἐσχετισμένα πρὸς τὴν γεωμετρίαν, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 12. ΙΙ. ἔμπειρος εἰς τὴν γεωμετρίαν, γεωμέτρης, Πλάτ. Πολ. 511D, κτλ.― Ἐπίρρ.–κῶς Ἀριστ. Τοπ. 8. 11, 3, Στράβων 94.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l’arpentage ou la géométrie;
2 ὁ γεωμετρικός versé dans la géométrie, habile géomètre.
Étymologie: γεωμέτρης.