ἀμμοδύτης
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ὁ,
A sand-burrower, a kind of serpent, Philum.Ven.22.1.; διψάς Str.17.1.21.
German (Pape)
[Seite 126] ὁ, Sandkriecher, Schlangenart, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμμοδύτης: ὁ, ὁ εἰς ἄμμον εἰσδύων, εἶδος ὄφεως, κοινότερον καλουμένου διψάς, Στράβ. 803· πρβλ: ἀμμοβάτης. Ἔχομεν δὲ καὶ τὸν Δωρ. τύπον ἀμμοδῡότας ἐπὶ καρκίνου, ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 6. 196· πρβλ. Λοβ. Παθολ. 1. 472. [ῠ, ἀλλὰ πρβλ. χηραμοδύτης, σισυρνοδύτης].
Spanish (DGE)
-ου, ὁ que se esconde en la arena cierto tipo de serpiente, Str.17.1.21, Philum.Ven.22.1.