ναῦσθλον
From LSJ
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
τό,
A = ναῦλον, IG4.823.12 (Troezen), Hsch.
German (Pape)
[Seite 232] τό, = ναῦλον, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ναῦσθλον: τό, = ναῦλον, μόνον παρ’ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
ναῡσθλον, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ναῡλον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦ-ς «πλοίο» + επίθημα -θλον (πρβλ. ἔδεθλον, θύσθλα, θέμεθλα). Το -σ- του τ. είναι μεταγενέστερο (πρβλ. ναύ-σ-της)].