προσπληρόω

From LSJ
Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπληρόω Medium diacritics: προσπληρόω Low diacritics: προσπληρόω Capitals: ΠΡΟΣΠΛΗΡΟΩ
Transliteration A: prosplēróō Transliteration B: prosplēroō Transliteration C: prospliroo Beta Code: prosplhro/w

English (LSJ)

   A fill up or complete a number, ἱππέας π. εἰς δισχιλίους v.l. in X.Cyr.5.3.24, cf. HG1.6.3, prob. in PCair.Zen.421.8 (iii B.C.): esp. man and equip ships besides, man still more ships, Th.6.104,7.34:—Med., ἐκ Κερκύρας ἄλλας π. X.HG5.4.66, cf. 5.1.27.

German (Pape)

[Seite 778] zufüllen, anfüllen, bes. Schiffe, noch dazu bemannen u. ausrüsten, ἔτι ναῦς, Thuc. 7, 34. 8, 10; die Zahl voll machen, καὶ ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους, Xen. Cyr. 5, 3, 24; auch im med., ἐμβιβάσας τοὺς ναύτας καὶ προσπληρώσασθαι κελεύσας, εἴ τις ἐνεδεῖτο, ἐκ τῶν καταλειπομένων, Hell. 5, 1, 27.

Greek (Liddell-Scott)

προσπληρόω: συμπληρῶ ἀριθμόν, ἱππέας προσεπλήρωσαν εἰς δισχιλίους Ξεν. Κύρ. 5. 3, 24, πρβλ. Ἑλλ. 1. 6, 3· μάλιστα ἐπὶ πλοίων, σχηματίζω τὰ πληρώματα αὐτῶν καὶ καταρτίζω αὐτὰ προσέτι, πληρῶ ἀνδρῶν (παρασκευάζω) περισσότερα ἔτι πλοῖα, Θουκ. 6. 104., 7. 34· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐκ Κερκύρας ἄλλας πρ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 66, πρβλ. 5. 1, 27.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 compléter, acc.;
2 augmenter le nombre de, acc.;
Moy. προσπληρόομαι-οῦμαι ajouter pour compléter le nombre, acc..
Étymologie: πρός, πληρόω.