περιχαράκωμα

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιχᾰρᾰκωμα Medium diacritics: περιχαράκωμα Low diacritics: περιχαράκωμα Capitals: ΠΕΡΙΧΑΡΑΚΩΜΑ
Transliteration A: pericharákōma Transliteration B: pericharakōma Transliteration C: pericharakoma Beta Code: perixara/kwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A entrenchment, Hsch. s.v. [[θρι[γκ]ός]], EM455.55.

German (Pape)

[Seite 600] τό, ein mit Pallisaden, Wällen, Mauern umgebener Ort, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

περιχᾰράκωμα: τό, χαράκωμα πέριξ τινός, Ἡσύχ. ἐν λ. θριγγός, Ἐτυμολ. Μέγ. 455, 55.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ περιχαρακώ
νεοελλ.
η περιχαράκωση
μσν.-αρχ.
περιχαρακωμένος τόπος.