σκοπή

From LSJ
Revision as of 19:33, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκοπή Medium diacritics: σκοπή Low diacritics: σκοπή Capitals: ΣΚΟΠΗ
Transliteration A: skopḗ Transliteration B: skopē Transliteration C: skopi Beta Code: skoph/

English (LSJ)

ἡ,

   A = σκοπιά, lookout-place, watchtower, A.Supp.713: pl., Id.Ag.289,309, X.Cyr.3.2.11, etc.; observatory, Str.2.5.14, 17.1.30; = θυννοσκοπεῖον, σ. δαμοσία SIG1000.10 (Cos, ii B.C.).    II look-out, watch, πατρὸς σκοπαί A.Supp.786 (lyr.), cf. Lyc.1311; σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων D.S.3.26, cf. Luc. Hist.Conscr.29.

German (Pape)

[Seite 903] ἡ, 1) das Umschauen, Spähen, Sp.; σκοπὴν ποιεῖσθαι, steh umschauen, Luc. conscr. hist. 29. – 2) = σκοπ ιά, Ort zum Spähen, Warte; Aesch. Suppl. 694; im plur., Ag. 280. 300; Xen. Cyr. 3, 2, 11. 6, 3, 12; Pol. 1, 56, 6.

Greek (Liddell-Scott)

σκοπή: ἡ, = σκοπιά, τόπος ὑψηλὸς ἀφ’ οὗ τις παρατηρεῖ ἢ κατασκοπεύει, πύργος χρησιμεύων πρὸς κατόπτευσιν, «ἄποψις» Ἡσύχ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 713· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 289, 317, Ξεν. Κύρ. 3. 2, 11, κτλ.· πρβλ. Ἕρμανν. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 223. ΙΙ. προσοχή, παρατήρησις μετὰ προσοχῆς, φύλαξις, πατρὸς σκοπαὶ Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 786, παβλ. Λυκόφρ. 1311· σκοπὰς ποιεῖσθαι ἀπὸ δένδρων Διόδ. 3. 26, πρβλ. Λουκ. πὼς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 29.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 lieu d’où l’on observe, observatoire;
2 action d’observer.
Étymologie: R. Σκεπ, observer ; v. σκέπτομαι.