ἀβάστακτος
From LSJ
Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an
English (LSJ)
ον, (βαστάζω)
A not to be borne or carried, Plu.Ant.16; not removable, σημεῖον IGRom.4.446 (Perg.). Adv. -τως Hsch.
German (Pape)
[Seite 2] unerträglich, φορτίον Plut. Ant. 16; βάρη Epict. 1, 9, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβάστακτος: ον (βαστάζω), ὃν δὲν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἢ βαστάσῃ. Πλούτ. Ἀντων. 16. Ἐπίκτ. Ἐκκλ. ἐπίρρ. -τως, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
intolérable.
Étymologie: ἀ, βαστάζω.