νυκτεροφεγγής
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
English (LSJ)
ές,
A shining by night, μυήνη Man.3.393.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτεροφεγγής: -ές, ὁ λάμπων τὴν νύκτα, Μανέθων 3. 393.
Greek Monolingual
νυκτεροφεγγής, -ές (Α)
αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια της νύχτας («νυκτεροφεγγὴς μήνη», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο-φεγγής].