γενεσιολόγος
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
v. γενεσιαλόγος.
Greek (Liddell-Scott)
γενεσιολόγος: ὁ, = γενεθνιαλόγος, Ἀρτεμίδ. 2. 69 Reiff.