ἀκροάζομαι
From LSJ
English (LSJ)
A = ἀκροάομαι, Epich.109, f.l. in Men.150.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροάζομαι: ἀκροάομαι, Ἐπίχ. 75. Ahr., Μένανδ. ἐν «Ἐγχειριδίῳ» 2· διωρθώθη νῦν εἰς ἠκροάσατο, ἀντὶ ἠκροάζετο. Ἴδε Μεϊνεκίου Ἀποσπ. Κωμ. τόμ. Β, σ. 898, μικρ. ἔκδ.
Spanish (DGE)
escuchar c. gen. de cosa κρεγμῶν Epich.108
•c. gen. pers. Men. en Sud.s.u. Κωρυκαῖος.