συνεισπλέω
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
A sail into together, εἰς λιμένα X.HG1.6.16: abs., Eun.VSp.485 B.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. πλέω), mit oder zugleich hineinschiffen, -fahren, εἰς λιμένα, Xen. Hell. 1, 6, 16.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισπλέω: εἰσπλέω ὁμοῦ, Καλλικρατίδας ξυνεισέπλευσεν εἰς τὸν λιμένα Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 16.
French (Bailly abrégé)
entrer ensemble ou en même temps dans un port.
Étymologie: σύν, εἰσπλέω.