ἐκφοινίσσω
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
A make all red or bloody, E.Ph.42:—Pass., to be bloodshot, ἐ. τοὺς ὀφθαλμούς Arist.Phgn.812a37. II ἐκφοινίξαι· ἀναγνῶσαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 786] blutig röthen; Eur. Phoen. 42 I. T. 259.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφοινίσσω: ἐρυθραίνω τι, καθαιμάσσω, «καταματώνω», πῶλοι δέ νιν χηλαῖς τένοντας ἐξεφοίνισσον ποδῶν Εὐρ. Φοιν. 42. - Παθ., ἐκφ. τοὺς ὀφθαλμοὺς Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 36.
French (Bailly abrégé)
1 rendre rouge comme du sang ; Pass. être rouge comme du sang;
2 ensanglanter.
Étymologie: ἐκ, φοινίσσω.