συνεπερείδω
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
A help in driving against, c. acc. rei, Plu.2.939b; help in inflicting, πληγήν Id.Brut.52; σ. ὑπόνοιάν τινι help to fix a suspicion on him, Id.Caes.8, cf. Cic.21 (cj. for συναπ-); drive home a weapon, Id.Phil.10; συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου charging him with all the force of his horse, Id.Marc.7; give additional force, Arr.Tact.12.2,10. II Med., = Lat. conitor, Dosith. p.433 K., Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπερείδω: ἐπιφέρω μεθ’ ὁρμῆς ὁμοῦ, μετ’ αἰτ. πράγματ., Πλούτ. 2. 939Β· καταφέρω ὁμοῦ, πληγὴν ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 52· τὴν ὑπόνοιαν ἅμα τῷ λόγῳ συνεπερείσαντος, συνυποστηρίξαντος, ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 8, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Κικ. 21. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., διαπερῶ, διατρυπῶ, περιτρέπει τὸν ἄνδρα συνεπερείσας ὁ αὐτ. ἐν Φιλοποίμ. 10· συνεπερείσας τῇ ῥύμῃ τοῦ ἵππου, προσβαλὼν αὐτόν, ἐπιτεθεὶς κατ’ αὐτοῦ μεθ’ ὅλης τῆς ὁρμῆς του, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 7.
French (Bailly abrégé)
1 tr. appuyer en même temps : πληγήν PLUT asséner en même temps un coup violent ; fig. ὑπόνοιαν PLUT appuyer un soupçon sur un indice ; avec un acc. de pers. transpercer, acc.;
2 intr. s’appuyer de toute sa force sur, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπερείδω.