μελοκοπέω
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
A mutilate, Ptol.Tetr.201 (Pass.), Vett.Val.6.21 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 127] Glieder abhauen, oder zerhauen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μελοκοπέω: κόπτω τὰ μέλη, ἀκρωτηριάζω, Πτολεμ. Τετράβ. 201· - ἐντεῦθεν, -κόπησις, ἡ, ἀποκοπὴ μελῶν, ἀκρωτηριασμός, Πρόκλ. παράφρασ. Πτολ. σελ. 280· καὶ -κοπία, ἡ, Ἑβδ. (Ἰησ. Ναυ. Γ΄, 1).