διετήσιος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ον,
A lasting through the year, θυσίαι Th.2.38, cf. Inscr.Prien.112.69 (i B. C.). Adv. -ίως Ar.Fr.766.
Greek (Liddell-Scott)
διετήσιος: -ον, ὁ διαρκῶν ἐπὶ ὁλόκληρον ἔτος ἢ γινόμενος δι’ ὅλου τοῦ ἔτους, Λατ. perennis, θυσίαι Θουκ. 2. 38. -Ἐπίρρ. -ίως, Α. Β. 35.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui dure toute l’année ; au plur. en parl. de jeux et de sacrifices qui se succèdent sans interruption d’un bout à l’autre de l’année.
Étymologie: διά, ἔτος.