ὀργανίζω

From LSJ
Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source

German (Pape)

[Seite 368] = ὀργανόω, Hippocr., zw.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργανίζω: ὀργανόω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἱππ.

Greek Monolingual

ὀργανίζω)
οργανώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η μαρτυρία του ρήματος ὀργανίζω (< ὄργανον) είναι αμφίβολη (πρβλ. δι-οργανίζω, κατ-οργανίζω). Από το ρ. αυτό έχουν παραχθεί τα: οργανιστής, οργανιστός, οργανισμός].