συνεπιδίδωμι
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
A give up wholly or willingly, ἑαυτόν τινι or εἴς τι Plb.31.24.5, 32.5.10; ἐς πάντα τὰ καλῶς ἔχοντα ἑαυτόν Supp.Epigr.4.601.8 (Teos, ii B.C.), cf. 3.468.16 (Thess., i B.C.); τῇ Κλωθοῖ σεαυτόν M.Ant.4.34; simply, συνεπέδωκε αὐτοσαυτὰν ἁ σύνοδος SIG698.6 (Delph., ii B.C.); τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι D.H.3.15, cf. Inscr.Prien.109.156 (ii B.C.). 2 join in presenting an application, PAmh.2.85.24 (i A.D.), Sammelb.7363.25 (ii A.D.), etc. 3 offer together, τὴν χεῖρά τινι Them.Or.7.90a. II intr., increase along with or together, Plu.2.448d.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιδίδωμι: παραδίδω ὁλοκλήρως ἢ ἑκουσίως, ἑαυτόν τινι ἢ εἴς τι Πολύβ. 32. 10, 5., 21. 10· τὰ σώματα προκινδυνεῦσαι Διον. Ἁλ. 3. 15. 2) προσφέρω ὁμοῦ, τὴν χεῖρά τινι Θεμίστ. 90Α. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐπιδίδω ὁμοῦ, προάγομαι ὁμοῦ μετά τινος, Πλούτ. 2. 448D.