ἐγγαμέω
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
A marry into a family, Aesop.21c, Hsch.
German (Pape)
[Seite 700] (s. γαμέω), hinein heirathen, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγγᾰμέω: ὁ διὰ γάμου εἰσερχόμενος εἴς τινα οἰκίαν ἢ οἰκογένειαν, γίνομαι «ἐσώγαμβρος», Ἡσύχ., Φαβωρ.
Spanish (DGE)
1 casarse entrando a formar parte de familia ajena Sch.Od.2.319.
2 ἐγγαμῶν· ὁ τὴν οἰκίαν κεκτημένος ἐγγυητήν Hsch.s.u. ἐγγαμῶν.