πολιτοφύλαξ

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῑτοφύλαξ Medium diacritics: πολιτοφύλαξ Low diacritics: πολιτοφύλαξ Capitals: ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΞ
Transliteration A: politophýlax Transliteration B: politophylax Transliteration C: politofylaks Beta Code: politofu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ,

   A warden of the citizens, title of a magistrate, Arist.Pol.1268a22; at Larissa, ib.1305b29.

German (Pape)

[Seite 657] ακος, ὁ, der die Bürger bewacht, beobachtet, in Larissa die oberste Stadtbehörde, Arist. pol. 2, 8. 5, 6.

Greek (Liddell-Scott)

πολῑτοφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τοὺς πολίτας, οἱ π., ἐν Λαρίσῃ οἱ ἀνώτατοι ἄρχοντες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 9., 5. 6, 6· ― πολῑτοφῠλακέω, φυλάττω τοὺς πολίτας ἐπὶ τῶν ἀρχόντων πόλεως ἢ ἐπὶ τῆς ἐν τῇ πόλει ἐχθρικῆς φρουρᾶς, πιθ. γραφ. παρὰ Πολυβ. 18. 22, 4, Αἰν. Πολιορ. 1· ― πολῑτοφῠλᾰκία, ἡ, φύλαξις τῶν πολιτῶν, ὁ αὐτ. 22. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 297.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
« gardien ou protecteur des citoyens », titre de certains magistrats à Larissa.
Étymologie: πολίτης, φύλαξ.