σπαλακία

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπᾰλᾰκία Medium diacritics: σπαλακία Low diacritics: σπαλακία Capitals: ΣΠΑΛΑΚΙΑ
Transliteration A: spalakía Transliteration B: spalakia Transliteration C: spalakia Beta Code: spalaki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A dim-sightedness, Hsch.

German (Pape)

[Seite 916] ἡ, ein Fehler am Auge, Hesych., von

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰλᾰκία: ἡ, ἐλάττωμα τῶν ὀφθαλμῶν, ἀδυναμία τῆς ὁράσεως, «πήρωσις» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. μεγάλη εξασθένηση της όρασης
2. (κατά τον Ησύχ.) «πήρωσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπάλαξ, -ακος «τυφλοπόντικας» + επίθημα -ία (πρβλ. μυωπ-ία)].