ἐπισφελίτης
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, (σφέλας)
A = θρανίτης, Paus.Gr.Fr.175.
German (Pape)
[Seite 988] ὁ (σφέλας), = θρανίτης, Paus. bei Eust. 1818, 5; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισφελίτης: «ὁ θρανίτης· σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον. τοιοῦτος δὲ καὶ ὁ θρᾶνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπισφελίτης, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ὁ θρανίτης
σφέλας γὰρ τὸ ταπεινὸν διφρίον, τὸ ὑποπόδιον
τοιοῡτος δὲ καὶ ὁ θρᾱνος, ἔχει δὲ τὴν ἄνω ἕδραν».