ὀρεσίτροφος
From LSJ
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
English (LSJ)
ον,
A = ὀρείτροφος, in Hom. always epith. of the lion, Il.12.299, Od.6.130, al. ; βούτης Nonn.D.15.204.
German (Pape)
[Seite 372] = ὀρείτροφος, der Löwe, Il. 12, 299 Od. 6, 130 u. sp. D., wie Maneth. 5, 281.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεσίτροφος: -ον, = ὀρείτροφος, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθετ. τοῦ λέοντος, Ἰλ. Μ. 299, Ὀδ. Ζ. 130, κλ.· βούτης Νόνν. Δ. 15. 204.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ὀρειτρεφής.