γλισχρία
From LSJ
θαρσεῖν χρὴ φίλε Βάττε: τάχ' αὔριον ἔσσετ' ἄμεινον → you need to be brave, dear Battus; perhaps tomorrow will be better | Take heart, dear Battos! Tomorrow will be better.
English (LSJ)
ἡ,
A = γλισχρότης, stinginess, Sch.Ar.Pax193 (but expld. by ἀτυχία).
Greek (Liddell-Scott)
γλισχρία: ἡ, = γλισχρότης, φειδωλότης, μικρολογία, Σχολ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 193, ὅστις ἑρμηνεύει αὐτὸ διὰ τοῦ ἀτυχία.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ avaricia, mezquindad Sch.Ar.Pax 193.