δήμωμα
From LSJ
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
περί τοῦ πέρδεσθαι οὐ καταισχύνει, πάντων γὰρ περδομένων → as for the farting, he causes no shame, because everybody farts
Full diacritics: δήμωμα | Medium diacritics: δήμωμα | Low diacritics: δήμωμα | Capitals: ΔΗΜΩΜΑ |
Transliteration A: dḗmōma | Transliteration B: dēmōma | Transliteration C: dimoma | Beta Code: dh/mwma |
A v. δάμωμα.
δήμωμα: τό, τοῦ λαοῦ τέρψις, χαρίτων δαμώματα, ᾄσματα δημοσίᾳ ᾀδόμενα, Στησίχ. 34 (ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 798)· πρβλ. δημόομαι.
δήμωμα, το (Α) δημούμαι
η τέρψη του λαού.