πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers
δημοῦμαι (-όομαι) (Α) δήμος1. αγορεύω δημόσια με σκοπό να ευχαριστήσω ή τέρψω τον δήμο, δημοκοπώ2. (ως παθητικό) είμαι δημόσια γνωστός3. τραγουδώ λαϊκό τραγούδι.