δημούμαι

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519

Greek Monolingual

δημοῦμαι (-όομαι) (Α) δήμος
1. αγορεύω δημόσια με σκοπό να ευχαριστήσω ή τέρψω τον δήμο, δημοκοπώ
2. (ως παθητικό) είμαι δημόσια γνωστός
3. τραγουδώ λαϊκό τραγούδι.