δημούμαι

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source

Greek Monolingual

δημοῦμαι (-όομαι) (Α) δήμος
1. αγορεύω δημόσια με σκοπό να ευχαριστήσω ή τέρψω τον δήμο, δημοκοπώ
2. (ως παθητικό) είμαι δημόσια γνωστός
3. τραγουδώ λαϊκό τραγούδι.