γυιοπαγής
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English (LSJ)
ές,
A stiffening the limbs, νιφάς AP6.219 (Antip.); κάματοι IG3.779.6.
German (Pape)
[Seite 508] νιφάς, die Glieder erstarren machend. Antip. Sid. 27 (VI, 219).
Greek (Liddell-Scott)
γυιοπᾰγής: -ές, ὁ σκληρύνων, ἀποναρκῶν τὰ μέλη, νιφὰς Ἀνθ. ΙΙ. 6. 219· κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 853. 6.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui engourdit les membres.
Étymologie: γυῖον, πήγνυμι.