δίκωλος

From LSJ
Revision as of 11:59, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκωλος Medium diacritics: δίκωλος Low diacritics: δίκωλος Capitals: ΔΙΚΩΛΟΣ
Transliteration A: díkōlos Transliteration B: dikōlos Transliteration C: dikolos Beta Code: di/kwlos

English (LSJ)

ον,

   A with two limbs or legs, Lyc.636, ἀκρίδια Dsc.2.94; of a crane, μηχανή Milet.7.60; in two sections, σύριγγες Nicom.Harm.10.    II in Rhet., with two members, περίοδος Demetr.Eloc.34, Hermog.Inv.4.3, Hdn.Fig.p.98S.:—also in metre, Sch.Ar.Ach.1212, etc.

German (Pape)

[Seite 630] zweigliedrig; σφενδόναι Lycophr. 636. Bei Gramm. u. Rhett. = zwei κῶλα, Satzglieder, habend.

Greek (Liddell-Scott)

δίκωλος: -ον, ἔχων δύο μέλη ἢ σκέλη, Λυκόφρ. 636, Διοσκ. 2. 116. ΙΙ. ὁ ἐκ δύο κώλων ἢ μερῶν ἀποτελούμενος, περίοδος Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1212, κτλ.· ― καὶ οὐσιαστ. δικωλία, ἡ, Γραμμ.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ῐ-]
1 de doble cuerda σφενδόναι Lyc.636
de dos entrenudos o secciones separadas por nudos αἱ γὰρ δίκωλοι (σύριγγες) διπλάσιον ἠχοῦσι τῶν τετρακώλων Nicom.Harm.10.
2 de dos miembros, bimembre καρπὸν δὲ ἔχει ἐπ' ἄκρῳ ὥσπερ ἀκρίδια δίκωλα de la avena, Dsc.2.94
mec. de dos mástiles ref. a grúas para levantar piedras δικώλου (μηχανῆς) σταθείσης ἤρθη [τὸ] ὑπέρθυρον Didyma 32.11, cf. 39.44 (ambas II a.C.), ἐπὶ δὲ τῶν εἰς ὕψος βασταζομένων φορτίων ... μηχαναὶ γίνονται αἱ μὲν μονόκωλοι, αἱ δὲ δίκωλοι Hero Fr.2.294, cf. 272.
3 ret. que tiene dos miembros o cola περίοδος Demetr.Eloc.34, cf. 252, Hermog.Inu.4.3 (p.180), Sch.Aeschin.2.12
tb. en métr. περίοδοι Sch.Ar.Ach.1214a.