συνώνυμος

Revision as of 19:54, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

English (LSJ)

ον,

   A having the same name as, c.gen., ἡ . . συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Antiph.217.1, cf. E. Hel.495; ὁ σ. τῇ πόλει [ποταμός] Plb.9.27.5.    II in the Logic of Arist. συνώνυμα are things having the same name and the same nature and definition, Cat.1a6, cf. Top.123a28, 148a24, Thphr.HP9.11.5; ἔστι τις ἀδικία παρὰ τὴν ὅλην ἄλλη ἐν μέρει, συνώνυμος, ὅτι ὁ ὁρισμὸς ἐν τῷ αὐτῷ γένει Arist.EN1130a33; τὰ πολλὰ τῶν σ. τοῖς εἴδεσι the many particulars which have the same name as the forms, i.e. things denoted by the same univocal or unambiguous word, e.g. man and ox, both called ζῷον in the same sense of ζῷον, opp. ὁμώνυμα (v. ὁμώνυμος IV), Id.Metaph.987b10. Adv. -μως Id.Cat.3a34, Plb.3.33.11, Phld. Rh.1.148 S.    2 of pairs of the form 'A: non-A', opp. ἑτερώνυμα (q. v.), Procl. in Prm. p.955 S.    III in Rhet. τὰ σ. are synonyms, words having different forms but the same sense, as πορεύεσθαι and βαδίζειν, Arist.Rh.1405a1; τὸ σ. τοῦ νέφους, i.e. νεφέλη, A.D.Synt. 199.27.

Greek (Liddell-Scott)

συνώνῠμος: -ον, ἔχων ταυτόσημον ὄνομα, σημαίνων τὸ αὐτό, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 2, 6, κτλ.· μετὰ γενικ., συνώνυμος τῆς ἔνδον οὔσης ἔγχελυς Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 1, πρβλ. Εὐρ. Ἑλλ. 495· τινι Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 3. ΙΙ ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ. συνώνυμα λέγονται τὰ ὀνόματα γενῶν τὰ κοινὰ εἰς πάντα τὰ ὑπ’ αὐτὰ ὑπαγόμενα εἴδη (ὧν τό τε ὄνομα κοινὸν καὶ ὁ... λόγος τῆς οὐσίας ὁ αὐτὸς Κατηγ. 1, 3, πρβλ. Τοπ. 4. 3, 2., 6. 10, 3 κἑξ.), δηλ. λέξις ἀντίθετος πρὸς τὰ ὁμώνυμα, ἴδε Trendelenb. de Arist. Ideis σ. 33· ― οὕτως ἐπίρρ. -μως, ὁ αὐτ. ἐν Κατηγ. 5, 15, περὶ Ψυχῆς 2. 1, 8. ΙΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, τὰ συνώνυμα εἶναι λέξεις ἔχουσαι διάφορον μὲν τὸν τύπον ἀλλὰ τὴν αὐτὴν σημασίαν, οἷον αἱ λέξ. πορεύεσθαι καὶ βαδίζειν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 2, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de même nom ou de même signification que, synonyme de, τινι ; t. de rhét. τὰ συνώνυμα ARSTT synonymes, càd mots de forme différente, mais de signification semblable ; t. de log. univoque.
Étymologie: σύν, ὄνομα.