καταναγκάζω

From LSJ
Revision as of 20:00, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰναγκάζω Medium diacritics: καταναγκάζω Low diacritics: καταναγκάζω Capitals: ΚΑΤΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: katanankázō Transliteration B: katanankazō Transliteration C: katanagkazo Beta Code: katanagka/zw

English (LSJ)

   A force back, esp. of dislocated or fractured limbs, force them into their place, Hp.Fract.8, al.    II overpower by force, constrain, δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος E.Ba.643; κ. τὸ σῶμα torture, Luc.Nec.4.    2 coerce, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Th.4.77; τινά τι Luc.Laps. 8; τινὰ ποιεῖν τι Is.7.38, cf. PGen.49.24 (iv A.D.):—Pass., ὅσα -άζεται πρὸς μικρότητα καὶ μέγεθος Thphr.CP1.16.11; κινήσεις τινὲς ὑπὸ φαρμάκων -άζονται Gal.6.150; κατηναγκασμένος necessary, inevitable, ὁμολογούμενον καὶ κ. ἅπασι Plb.3.4.3, cf. A.D.Synt.43.1, al.; αἱ -ασμέναι ὑπηρεσίαι τοῦ βίου Ph.Fr.101 H.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰναγκάζω: ὠθῶν τι μὲ δύναμιν ἀναγκάζω νὰ ἔλθῃ τι εἰς τὴν θέσιν του, ἰδίως ἐπὶ ἐξηρθρωμένων μελῶν, ἀρθρεμβολῶ· ὁ Γαλην. ἑρμ. «τιθέναι ἐν τῇ οἰκείᾳ χώρᾳ τὸ κινηθὲν ὀστοῦν», Ἱππ. Ἀγμ. 757, κτλ. ΙΙ. κατανικῶ διὰ δυνάμεως ἢ βίας, κρατῶ, περιορίζω, δεσμοῖς ἦν κατηναγκασμένος Εὐρ. Βάκχ. 643· κ. τὸ σῶμα, βασανίζω, ὅπου συνάπτεται μετὰ τοῦ πονεῖν καὶ μοχθεῖν (ὅπερ ὁ Παῦλος ἐν Ἐπιστ. π. Κορ. Α΄, θ΄, 27 λέγει ὑπωπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ) Λουκ. Νεκυομ. 4. 2) περιορίζω, διὰ βίας ἐμβάλλω, τινὰ ἐς ξυμμαχίαν Θουκ. 4, 77· τινὰ πρός τι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 11· τινά τι Λουκ. Ὑπὲρ Προσ. Πταισμ. 8· τινὰ ποιεῖν τι Ἰσαῖ. 67, 22· κατηναγκασμένη σύνταξις, ἀναγκαία, Ἀπολλ. π. Συντάξ. σ. 48.

French (Bailly abrégé)

1 contraindre, forcer;
2 violenter ; torturer.
Étymologie: κατά, ἀναγκάζω.