μεριτεία

From LSJ
Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μερῑτεία Medium diacritics: μεριτεία Low diacritics: μεριτεία Capitals: ΜΕΡΙΤΕΙΑ
Transliteration A: meriteía Transliteration B: meriteia Transliteration C: meriteia Beta Code: meritei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A division of property, PFay.97.16 (i A. D.).    II = μεριδαρχία, Hsch., Phot. (ubi μεριτία).

Greek (Liddell-Scott)

μερῑτεία: ἡ, = μεριδαρχία, Ἡσύχ., Φώτ. (ἔνθα μεριτία)·

Greek Monolingual

μεριτεία, ἡ (Α) μεριτεύομαι
1. διανομή ιδιοκτησίας, μοιρασιά περιουσίας
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεριδαρχία».