ἐξαγγέλλω

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαγγέλλω Medium diacritics: ἐξαγγέλλω Low diacritics: εξαγγέλλω Capitals: ΕΞΑΓΓΕΛΛΩ
Transliteration A: exangéllō Transliteration B: exangellō Transliteration C: eksaggello Beta Code: e)cagge/llw

English (LSJ)

   A tell out, proclaim, make known, freq. with collat. sense of betraying a secret, εἰ μὴ μητρυιὴ . . Ἑρμέᾳ ἐξήγγειλεν Il.5.390; εἰσὶ γάρ, εἰσὶν οἱ πάντ' ἐξαγγέλλοντες ἐκείνῳ D.4.18, cf. Th.4.27, Lys.20.9, v.l. in X. An.1.6.5; ἐ. τινὶ ὅτι . . Hdt.5.33; ἐ. τινὶ προσιὸν τὸ στράτευμα X.HG7.5.10; τινὶ οὕνεκα . . S.OC1393; τινὶ περί τινος Pl.R.601d; τινὶ τὰ περί τι ib.359e; ἐ. κατά τινος Arist.Pol.1313b34; of traitors and deserters, X.Cyr.6.1.42, etc.; cf. sq.:—Med., cause to be proclaimed, Hdt.5.95, 6.10, S.OT148: c. inf., promise to do, E.Heracl.531:—Pass., to be reported, Hdt.5.92.β', al.; ἐξηγγέλθη βασιλεὺς ἀθροίζων the king was reported to be collecting, X.Ages.1.6: impers., ἐξαγγέλλεται it is reported, c. acc. et inf., Id.HG3.2.18; πολιορκεῖσθαι τοὺς . . στρατιώτας ἐξηγγέλλετο D.21.162.    II express, ἔννοιαν Hermog.Id.2.5:—Pass., ἐ. λέξει to be expressed, Arist.Po.1460b11; ὀνόμασι Ti.Locr.102e.    III narrate, Them.Or.15.184b.

German (Pape)

[Seite 861] herausberichten, melden, was im Hause geschieht; ἐπεὶ ἐξῆλθεν, ἐξἠγγειλε τοἶς φίλοις τὴν κρίσιν Xen. An. 1, 6, 5; ohne den Nebenbegriff, öffentlich verkündigen, Soph. O. C. 1395; im med., O. R. 148, wie Eur. Heracl. 532 Ion 1604 u. Her. 6, 10; τῷ βασιλεῖ τὰ περὶ τὰ ποίμνια Plat. Rep. II, 359 e; Phaedr. 279 b u. öfter; ἐκεῖσε, Xen. Cyr. 2, 4, 17; c. partic., ἐξηγγέλθη ὁ βασιλεὺς ἀθροίζων ναυτικόν Ages. 1, 6; ἐξήγγειλε προσιὸν τὸ στράτευμα Hell. 7, 5, 10. – Ausplaudern, verrathen, ll. 5, 390; vgl. Xen. Cyr. 6, 1, 42 An. 7, 2, 14; εἰς τοὺς πολλούς Plut. Them. 13; – benennen, ἐξαγγελλόμεναι ὀνόμασι ποικίλοις Tim. Locr. 102 e, vgl. Plat. Rep. I, 328 e. – Ἐξάγγελτος, angezeigt, verrathen, Thuc. 8, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαγγέλλω: μέλλ. -ελῶ, ἀγγέλλω, διακηρύττω, ποιῶ γνωστόν, συχνάκις μετὰ τῆς παραλλήλου σημασίας τοῦ προδίδω μυστικόν, εἰ μὴ μητρυιή... Ἑρμέᾳ ἐξήγγειλεν Ἰλ. Ε. 390· εἰσὶ γάρ, εἰσὶν οἱ πάντα ἐξαγγέλλοντες ἐκείνῳ Δημ. 45. 4, πρβλ. Λυσ. 158. 36, Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5· ἐξαγγ. τινὶ ὅτι… Ἡρόδ. 5. 33, 6. 26· ἐξ. προσιὸν τὸ στράτευμα Ξεν. Ἑλλην. 7. 5, 10· τινὶ οὕνεκα… Σοφ. Ο. Κ. 1393· τινὶ περί τινος Πλάτ. Πολ. 601D· τὰ περί τι αὐτόθι 359Ε· ἐξ κατά τινος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11. 11· οὕτω καὶ ἐπὶ προδοτῶν καὶ λιποτακτούντων, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 42, κτλ., πρβλ. τὸ ἑπόμ. ‒ Μέσ., ἐξαγγελλόμενος τὸ ἑωυτοῦ πάθος, διηγούμενος, Ἡρόδ. 5. 95., 6. 10 ὧν ὅδ᾿ ἐξαγγέλλεται, ὑπισχνεῖται, Σοφ. Ο. Τ. 148· μετ’ ἀπαρ., διακηρύττω, δίδω τὸν λόγον μου, ὑπισχνοῦμαι, κἀξαγγέλλομαι θνήσκειν ἀδελφῶν τῶνδε κἀμαυτῆς ὕπερ Εὐρ. Ἡρακλ. 531. - Παθ., ἐξαγγέλλεταί κως τοῖσι Βακχιάδῃσι, γνωστοποιεῖται κἄπως εἰς τοὺς Βακχιάδας, Ἡρόδ. 5. 92, 2· ἐξηγγέλθη βασιλεὺς ἀθροίζων, ἦλθεν ἀγγελία περὶ τοῦ βασιλέως ὅτι συνήθροιζε, Ξεν. Ἀγησ. 1, 6· ἀπροσώπως, ἐξαγγέλλεται, ἀναγγέλλεται, καί μοι τοῦτο ἐξαγγέλλεται σαφηνέως Ἡρόδ. 3. 122· μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλην. 3. 2, 18· πολιορκεῖσθαι τοὺς στρατιώτας ἐξηγγέλλετο Δημ. 567. 2. ΙΙ. ὀνομάζω, ἢ πῶς σὺ αὐτὸ ἐξαγγέλλεις Πλάτ. Πολ. 328Ε, Τίμ. Λοκρ. 102. - Παθ., ἐκφέρομαι, λέγομαι, ταῦτα δ’ ἐξαγγέλλεται λέξει ἢ καὶ γλώτταις καὶ μεταφοραῖς Ἀριστ. Ποιητ. 25, 3. ΙΙΙ. διηγοῦμαι, Θεμιστ. 148Β. 2) = ἐξαγορεύω εἰς πνευματικόν, ἐξομολογοῦμαι, Δαμασκ. ΙΙ. 296Α, Στουδ. 1736C.

French (Bailly abrégé)

1 porter une nouvelle d’un lieu à un autre, aller annoncer : τινί τι, τινι περί τινος qch à qqn ; avec un part. : ἐξ. προσιὸν τὸ στράτευμα XÉN venir annoncer que l’armée approche ; Pass. ἐξηγγέλθη βασιλεὺς ἁθροίζων XÉN on vint annoncer que le roi était en train de rassembler…;
2 produire une nouvelle, révéler, divulguer (un secret);
3 appeler d’un nom;
Moy. ἐξαγγέλλομαι;
1 annoncer;
2 proclamer;
3 promettre.
Étymologie: ἐξ, ἀγγέλλω.