διηχής
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
ές,
A conducting sound, Ar.Did.Epit.17, Plu.2.721e, Phlp.in de An.353.12, al. II loud, βρονταί Lyd.Ost.22 (Sup.).
Greek (Liddell-Scott)
διηχής: -ές, ὁ διαβιβάζων τὸν ἦχον, Πλούτ. 2. 721Ε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui retentit, qui résonne.
Étymologie: διηχέω.