διηχής
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
English (LSJ)
διηχές,
A conducting sound, Ar.Did.Epit.17, Plu.2.721e, Phlp.in de An.353.12, al.
II loud, βρονταί Lyd.Ost.22 (Sup.).
Spanish (DGE)
-ές
1 que deja pasar el sonido, conductor del sonido ἡ ... φωνὴ πληγὴ σώματος διηχοῦς Plu.2.721e, cf. Ar.Did.17, Phlp.in de An.353.12, Simp.in de An.139.26
•subst. τὸ δ. transmisión del sonido Prisc.Lyd.16.1.
2 sonoro, estentóreo βρονταί Lyd.Ost.22.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui retentit, qui résonne.
Étymologie: διηχέω.
German (Pape)
ές, durchtönen lassend, den Schall fortpflanzend, Plut. Symp. 8.3.3.
Russian (Dvoretsky)
διηχής: пропускающий звук или звучащий (σῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διηχής: -ές, ὁ διαβιβάζων τὸν ἦχον, Πλούτ. 2. 721Ε.
Greek Monolingual
διηχής, -ές (Α)
1. αυτός που μεταδίδει ή διαβιβάζει τον ήχο
2. ο πολύ ηχηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ά) + -ηχής < ήχος (πρβλ. πολυηχής, υψηχής)].