ἰθύτομος
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
German (Pape)
[Seite 1246] dasselbe, οἶμος Dion. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύτομος: -ον, (τέμνω) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. εὐθύς, οἶμος Διον. Ἀρ.
Greek Monolingual
ἰθύτομος, -ον (Α)
αυτός που έχει τμηθεί σε ευθεία γραμμή, ο ευθύς («ἰθύτομος οἶμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τομος (< τόμος), πρβλ. αρτί-τομος, υλό-τομος].